- παράσεισμα
- παρά-σεισμα, ατος, τό,A swinging of the arms in running, Hp.Vict. 2.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράσεισμα — ατος, τὸ, Α [παρασείω] η κίνηση τών χεριών κατά το τρέξιμο … Dictionary of Greek
παρασείσματα — παράσεισμα swinging of the arms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)